- μηρυκασμός
- Η επαναφορά στη στοματική κοιλότητα φυτοφάγων ζώων της ήδη μασημένης τροφής και η εκ νέου μάσηση (αναμάσηση), η άφθονη σιάλωση και η πλήρης επεξεργασία της. Συμβαίνει στη μεγάλη κατηγορία των οπληφόρων φυτοφάγων θηλαστικών ζώων. Βλ. λ. μηρυκαστικά.
Στην ιατρική ο όρος δηλώνει την παθολογική κατάσταση ατόμων, νηπιακής, κυρίως, ηλικίας, τα οποία επαναφέρουν στο στόμα μικρές ποσότητες τροφών, όπου γίνεται η αναμάσησή τους. Σε πολλές περιπτώσεις ο μ. οφείλεται σε νευρώσεις του στομάχου και χρήζει ιδιαίτερης ιατρικής φροντίδας και φαρμακευτικής αγωγής.
* * *ο [μηρυκάζω]1. (για χορτοφάγα ζώα) επάνοδος στη στοματική κοιλότητα τροφών που υπέστησαν μια αρχική μάσηση και συγκεντρώθηκαν στη μεγάλη κοιλία τού στομάχου προκειμένου να γίνει πλήρης μάσηση και ενζυμική κατεργασία τους2. ιατρ. α) σπάνια παθολογική συμπεριφορά που παρατηρείται σε παιδιά ηλικίας 6-18 μηνών και εκδηλώνεται με επαναφορά τού περιεχομένου τού στομάχου στο στόμα, όπου μασάται εκ νέουβ) συνεχής επανάληψη τής ίδιας σκέψης σε περιπτώσεις καταθλιπτικών καταστάσεων και ιδεοληπτικής νεύρωσης3. μτφ. στερεότυπη επανάληψη τών ίδιων λόγων.
Dictionary of Greek. 2013.